-
1 σπουδαιό-μῡθος
σπουδαιό-μῡθος, im Ernst od. über ernsthafte, wichtige Dinge redend, Sp.
-
2 σπουδαιο-λόγως
σπουδαιο-λόγως, ernsthaft redend, Philo.
-
3 σπουδαιο-λογέω
σπουδαιο-λογέω, ernsthaft reden, Xen. Conv. 8, 41; behandeln, pass., οὗτος ὁ λόγος ἐσπουδαιολογήϑη, 4, 49, die Sache wurde ernsthaft durchgesprochen; – med. sich über ernsthafte, wichtige Dinge besprechen mit Einem, An. 1, 9, 28.
-
4 σπουδαιογέλοιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπουδαιογέλοιος
-
5 σπουδαιολογέω
A speak seriously, talk on serious subjects, X.Smp.8.41, Ph.1.218:—[voice] Med., X.An.1.9.28:—[voice] Pass., ὁ λόγος ἐσπουδαιολογήθη the matter was treated seriously, Id.Smp.4.50.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπουδαιολογέω
-
6 σπουδαιολογία
σπουδαιο-λογία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπουδαιολογία
-
7 σπουδαιολόγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπουδαιολόγος
-
8 σπουδαιόμυθος
σπουδαιό-μῡθος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπουδαιόμυθος
-
9 σπουδαιοπάρῳδος
σπουδαιο-πάρῳδος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπουδαιοπάρῳδος
-
10 σπουδαιολογέω
σπουδαιο-λογέω, ernsthaft reden; behandeln, pass., οὗτος ὁ λόγος ἐσπουδαιολογήϑη, die Sache wurde ernsthaft durchgesprochen; sich über ernsthafte, wichtige Dinge besprechen mit einem -
11 σπουδαιολόγως
-
12 σπουδαιόμῡθος
σπουδαιό-μῡθος, im Ernst od. über ernsthafte, wichtige Dinge redend -
13 σπουδαίος
αία, ο[ν]1) важный, серьёзный; значительный;σπουδαία εφεύρεση — важное открытие;
σπουδαίος νέος — серьёзный юноша;
εξαιρετικά σπουδαίος — особо важный;
παίζω σπουδαίο ρόλο — играть значительную роль;
2) важный, важничающий;σπουδαίο πρόσωπο ирон. — важная шишка;
κάνω το σπουδαίο — важничать;
3) видный, выдающийся, замечательный;σπουδαίος πολιτικός — выдающийся политик;
σπουδαίος στρατηγός — видный генерал;
4) видный (о человеке);5) красивый, прекрасный;σπουδαίο υπόδημα — прекрасная обувь;
6) порядочный, честный, добродетельный;§ τό σπουδαίο είναι, ότι... — важно то, что...;
σπουδαία τα λάχανα! — подумаешь, чепуха!, не бог весть что!
-
14 σπουδαιολογεω
тж. med. говорить серьезно, обсуждать важные вопросыὅ λόγος ἐσπουδαιολογήθη Xen. — вопрос подвергся серьезному обсуждению -
15 γεγονός
(-ότος) τό1) событие, происшествие;σπουδαίο (πρωτάκουστο) γεγονός — важное (неслыханное) событие;
2) факт;αναμφισβήτητο γεγονός — неоспоримый факт;
είναι γεγονός — ото факт;
γεγονός είναι ότι... — факт, что...;
διαστρεβλώνω τα γεγονότα — искажать факты;
§ θέτω κάποιον προ τετελεσμένου γεγονότος — поставить кого-л. перед совершившимся фактом.
-
16 διαδραματίσω
μη. играть (роль);διαδραματίσω σπουδαίο ρόλο — играть важную роль;
διαδραματίσωομαι — разыгрываться, происходить (о ароматических событиях)
-
17 μοιάζω
-
18 μούτσουνο
-
19 νούμερο
τό1) номер; размер (одежды);τί νούμερο παπούτσια φορείς; — какой номер обуви ты носишь?;
τό σπίτι μας έχει νούμερο σαράντα πέντε — номер нашего дома сорок пять;
2) театр. номер (программы);3) ирон. персона; шишка;σπουδαίο νούμερ! — подумаешь, важная персона!;
4) πλ. расчёты, цифры;να δούμε τί λένε τα νούμερα — посмотрим, что говорят цифры
-
20 πρά(γ)μα
τό1) вещь;θαυμάσιο πρά(γ)μα — отличная вещь;
2) урожай;τό αμπέλι κάνει πολύ πρά(γ)μα. — виноградник даёт богатый урожай;
3) товар;4) дело; происшествие, событие;μ6*ς είπε πώς έγινε το πρά(γ)μα — он нам рассказал, как было дело;
τό πρά(γ)μα έφτασε μέχρι... — дело дошло до...;
τί πρά(γ)μα; — что такое?, в чём дело?;
σπουδαίο (τό) πρά(γ)μα! — подумаешь, какое важное дело!;
αυτό είναι άλλο πρά(γ)μα — это другое дело;
5) факт;θέλω πράγματα κι' όχι παραμύθια мне нужны факты, а не сказки; 6) πλ. вещи, багаж; άφησε τα πράγματα στο σταθμό он оставил вещи на вокзале; 7) πλ. дела, положение; обстоятельства; τα πράγματα δεν πάνε καλά дела неважные; όταν αλλάξουν τα πράγματα когда изменится положение; τα πράγματα ήρθαν ευνοϊκά обстоятельства сложились благоприятно; 8) занятие, дело; τα δημόσια πράγματα общественные дела; государственные дела; αυτός ανακατεύεται σε πολλά πράγματα он берётся за многие дела; 9) πλ. поведение, поступки; τί πράγματα είναι αυτά; разве можно так поступать (так себя вести)?; 10) элемент, составная часть; από τί πράγματα αποτελείται; из чего это состоит?; 11) женский половой орган; 12) πλ. скот;§ πρά(γ)μα καθ' εαυτό — филос, вещь в себе;
είμαι στα πράγματα быть у власти;τί πρά(γ)μα είναι αυτός; — что он за человек?;
κάθε πρά(γ)μα στον καιρό του κι' ο κολιός τον Αδγουστο — погов, всякому овощу своё время
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Βετουλόνια — Σπουδαίο κέντρο της ετρουσκικής δωδεκάπολης, στα ΒΔ του Γκροσέτο, έξω από τη Ρώμη, στην κατεύθυνση προς τη Φλωρεντία. Η ιστορία της πόλης, όπου σύμφωνα με την παράδοση διαμορφώθηκαν ή από την οποία προέρχονται οι αρχές της ρωμαϊκής πολιτικής… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek
σπουδαίος — α, ο / σπουδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ. δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
πράγμα — το / πρᾱγμα, ΝΜΑ, και πράμα Ν, και ιων. τ. πρῆχμα και πρῆγμα, Α 1. (σε αντιδιαστολή προς τα πλάσματα τής φαντασίας ή τις λογικές έννοιες) καθετί που υπάρχει, καθετί που έχει αντικειμενική υπόσταση και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις 2. (σε… … Dictionary of Greek
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek